-
1 навстречу
навстречу σε προϋπάντηση* выйти \навстречу βγαίνω σε προϋπάντηση пойти \навстречу кому-л. а) πηγαίνω να προϋπαντήσω κάποιον* б) перен. Έρχομαι να βοηθήσω κάποιον* * *вы́йти навстре́чу — βγαίνω σε προϋπάντηση
пойти́ навстре́чу кому́-л. — а)πηγαίνω να προϋπαντήσω κάποιον б) перен. έρχομαι να βοηθήσω κάποιον
-
2 встреча
встречаж1. ἡ συνάντηση [-ις], ἡ συν-απάντηση/ ἡ ὑποδοχή (прием)/ τό ραντεβού (свидание)·2. спорт. ἡ συνάντηση·3. (приезжающего) ἡ προϋπάντηση, ἡ ὑποδοχή· ◊ \встреча Нового года ἡ γιορτή τῆς πρωτοχρονιάς (или τοῦ Νέου ἐτους). -
3 встреча
-и θ.1. συνάντηση, αντάμωμα, σμίξιμο, έντευξη•неожиданная встреча ανεπάντεχη συνάντηση•
поздароваться при -е χαιρετιέμαι κατά τη συνάντηση.
(αθλτ.) η συνάντηση, ματς.2. υποδοχή, προύπάντηση, καλωσόρισμα.εκφρ.встреча нового года – το γιόρτασμα της Πρωτοχρονιάς. -
4 навстречу
επίρ.σε (η προς, για) συνάντηση, υποδοχή, προύπάντηση.εκφρ.идти навстречу – α) (για κακό)•идти навстречу своей гибели – επιταχύνω το τέλος μου, πηγαίνω να βρω το θάνατο μου. β) ικανοποιώ• διάκειμαι συμβιβαστικά. -
5 karşılama
υποδοχή, προϋπάντηση
См. также в других словарях:
προϋπάντηση — η / προϋπάντησις, ήσεως, ΝΜ [προϋπαντῶ] μετάβαση για συνάντηση κάποιου που έρχεται, υποδοχή κάποιου … Dictionary of Greek
προϋπάντηση — η υποδοχή, συνάντηση πριν από το τέρμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαντή — η (AM ἀπαντή) [απαντώ] μσν. νεοελλ. συνάντηση, προϋπάντηση αρχ. η απάντηση … Dictionary of Greek
συναπάντημα — το, ΝΜ, και συναπάντεμα Ν [συναπαντῶ] νεοελλ. 1. τυχαία συνάντηση 2. προϋπάντηση 3. καθετί που συναντά κανείς τυχαία 4. φρ. «καλό [ή κακό] συναπάντημα» πρόσωπο ή πράγμα με το οποίο η τυχαία συνάντηση θεωρείται καλός [ή κακός] οιωνός μσν. 1.… … Dictionary of Greek
υπάντη — ή ὑπαντή, ἡ, ΜΑ [ὑπαντῶ] προϋπάντηση, συνάντηση («προποδίσαι εἰς ὑπαντήν», Ευστ.) … Dictionary of Greek
υπάντηση — η / ὑπάντησις, ήσεως, ΝΑ [ὑπαντῶ] προϋπάντηση, συνάντηση αρχ. 1. απάντηση, απόκριση («πρόχειρος δ ἐστὶ καὶ πρὸς τοῡτο ὑπάντησις», Σέξτ. Εμπ.) 2. αστρολ. συνάντηση ουράνιων σωμάτων … Dictionary of Greek
υπαπάντησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑπαπαντῶ] υπάντηση, προϋπάντηση … Dictionary of Greek
υπαπαντή — Δεσποτική εορτή, που τελείται σαράντα μέρες από τη γέννηση του Χριστού, (στις 2 Φεβρουαρίου), σε ανάμνηση της υποδοχής του Ιησού στο ναό από το Συμεών, και του καθαρισμού της Θεοτόκου από τη λοχεία. Στη Δ. Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η Υ. είναι… … Dictionary of Greek
υποδοχή — η / ὑποδοχή, ΝΜΑ [ὑποδέχομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποδέχομαι νεοελλ. 1. φιλική δεξίωση, προϋπάντηση 2. ο τρόπος ή η διάθεση με την οποία δέχεται κανείς κάποιον ή κάτι (α. «δεν ήταν και πολύ θερμή η υποδοχή που τού έκανε» β. «οι… … Dictionary of Greek
υποδοχή — η 1. προϋπάντηση, καλωσόρισμα: Πήγαν στην αποβάθρα για την υποδοχή του υπουργού. 2. ο τρόπος, η διάθεση ή η αντίδραση με την οποία δέχεται κανείς κάποιον ή κάτι: Του έκανε άσχημη υποδοχή η γυναίκα του. 3. ιδιαίτερος χώρος σε κατοικία, το καλό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)